- ανύω
- ἀνύω κ. ἀνύτω ή ἁνύτω κ. ἄνυμι (Α)1. εκτελώ, φέρνω σ' ένα τέλος, επιτελώ («ἤνυτο δ' ἔργον», Όμηρος«οὐδὲν ἤνυε», Ηρόδοτος)2. κατορθώνω κάτι, πετυχαίνω κάτι που με συμφέρει3. τελειώνω, καταναλίσκω, εξαφανίζω («ἐπεὶ δή σε φλὸξ ἤνυσεν» — αφού σ' εξαφάνισε η φωτιά, Όμηρος)4. διανύω, διατρέχω («πολλὴν κέλευθον ἤνυσεν» — έκανε πολύ δρόμο, διέτρεξε μεγάλη απόσταση, Αισχύλος)5. προμηθεύομαι(«ἀνύω γαστρὶ φορβάν» — προμηθεύομαι τρόφιμα, εξασφαλίζω την τροφή μου, Σοφοκλής)6. παθ. φθάνω στο τέλος, τελειώνω(«χρόνος ἄνυτο», Θεόκριτος)7. παθ. μεγαλώνω, αυξάνομαι8. κάνω κάτι γρήγορα, χωρίς αργοπορία.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. *sn-nu, ΙΕ. ρίζα *sen -. Ο αθέματος ενεστώς άνυμι, του οποίου οι τύποι είναι σπάνιοι, συνδέεται με το αρχ. ινδ. sanoti «κατορθώνω, επιτυγχάνω» και με το χεττ. šah-zi «ψάχνει, επιδιώκει». Ο αττ. ενεστ. ἀνύτω ή ἁνύτω προήλθε από οδοντική παρέκταση. Με το ρ. ανύω σχετίζεται και το β' συνθετικό *έντης «αυτός που αποτελειώνει, που πραγματοποιεί κάτι» της λ. αυθέντης*.ΠΑΡ. άνυσμααρχ.άνυσις, ανυστός.ΣΥΝΘ. (α' συνθ.) αρχ. ανυσίεργος(β' συνθ.) διανύωαρχ.απανύω, διεξανύω, εξανύω, επανύω, καθανύω, προδιανύω, συνανύω, συνεξανύω].
Dictionary of Greek. 2013.